εγωτισμός — ο (λ. γαλλ.) 1. η τάση του να μιλάει κανείς ή να γράφει συχνά για τον εαυτό του, η συστηματική περιαυτολογία. 2. η υπερβολική γνώμη κάποιου για την προσωπικότητα και την αξία του. 3. (φιλοσ.), θεωρία που δέχεται ότι το σύμπαν υπάρχει από το εγώ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σταντάλ — (Stendhal, ψευδώνυμο του Henri Beyle). Γάλλος συγγραφέας (Γκρενόμπλ 1783 Παρίσι 1842). Μετά τις γυμνασιακές σπουδές του στην Γκρενόμπλ, πήγε στο Παρίσι όπου έγινε υπάλληλος στο υπουργείο Στρατιωτικών. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ιταλίας του… … Dictionary of Greek
εγωθεϊσμός — ο ο εγωτισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγωτιστής — ο θηλ. ίστρια (λ. γαλλ.) 1. που τον διακρίνει ο εγωτισμός (βλ. λ.), που συστηματικά περιαυτολογεί και αυτοεγκωμιάζεται. 2. ο συγγραφέας μυθιστορημάτων, διηγημάτων κτλ., που έχουν θέματα παρμένα πάντοτε από την ατομική του ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)